- νεοτροπικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βιογεωγραφικό και φυτογεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από τη μεξικανική έρημο ώς την Ανταρκτική2. φρ. α) «νεοτροπική περιοχή» — βιογεωγραφική περιοχή που εκτείνεται στον χώρο αυτόβ) «νεοτροπικό βασίλειο» — φυτογεωγραφική περιοχή που αντιστοιχεί στη νεοτροπική περιοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neotropic (< νε[ο]- + τροπικός < τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.